- τηλεγραφόξυλο
- τοτηλεγραφικός στύλος όπου στηρίζονται εναέρια σύρματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηλεγραφόξυλο — το, Ν 1. στύλος υποστήριξης συρμάτων τηλεγραφικού ή τηλεφωνικού δικτύου 2. μτφ. άνθρωπος πολύ ψηλός και αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέγραφος + ξύλο] … Dictionary of Greek